Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Γ. Κοντογιώργης, Το Μέγαρο ως διαρκές σκάνδαλο



Γ. Κοντογιώργης, Το Μέγαρο ως διαρκές σκάνδαλο[1]

          Ο διάλογος για τη διάσωση του "Μεγάρου", που άνοιξε κατ'αυτάς με αφορμή τις δανειακές του υποχρεώσεις, λαμβάνει, υποθέτω σκόπιμα, ως αφετηρία το ερώτημα που κανείς σκεπτόμενος σε αυτή τη χώρα δεν έθεσε. Να κλείσει το "Μέγαρο". Δεν αγγίζει όμως το μείζον θέμα της νομιμοποίησης όλων αυτών που αποτελούν το κεφάλαιο "Μέγαρο", τα οποία προϋποθέτουν την ικανοποίηση του δημοσίου αισθήματος. Για να ξαναπάς στην κοινωνία και να της πεις "πλήρωσε" για μια επένδυση και ύστερα για μια διαχείριση, που κατά γενική ομολογία υπήρξε κραιπαλώδης και αδιαφανής, χωρίς να επέλθει η κάθαρση, είναι σαν να ομολογείς ότι σκοπεύεις να συνεχίσεις να πράττεις τα ίδια. Και το κυριότερο, ότι περιφρονείς την κοινωνία, εκλαμβάνοντάς την μάλιστα ως υποζύγιο, που καλείται να πληρώνει, χωρίς να δικαιούται να έχει λόγο. Εάν όντως ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας σχεδόν επιθυμεί το κλείσιμο του "Μεγάρου", είναι γιατί το ιστορικό του είναι άκρως βεβαρημένο και φορτισμένο με συμβολισμούς που ανάγονται στη σημερινή κατάσταση της χώρας.
          Το "Μέγαρο Μουσικής" είναι ένα διαρκές σκάνδαλο. Το 1996, όταν μεσουρανούσε ο Συγκροτηματάρχης, σε συνέντευξη μου στην Ελευθεροτυπία αναδείκνυα το ζήτημα του Μεγάρου ως μείζον πολιτικό πρόβλημα. Στο μέτρο που σηματοδοτούσε  την χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος, το όριζα σημειολογικά με το προσωνύμιο: "Το Λαμπρακιστάν στη χώρα της Μιμιλάνδης". Ένας ιδιώτης, έχοντας καθυποτάξει σύσσωμη την πολιτική τάξη της χώρας στις επιθυμίες του, μετέβαλε το κράτος σε υποχείριο "ευεργέτη" των επιλογών του. Όλη η άρχουσα πολιτική και πνευματική ηγεσία της χώρας έθυε γονυπετής στα πόδια του για να εισπράξει λίγη εύνοια δημοσιότητας και χρίσμα στη φιλοδοξία της. Ρώτησα κάποτε πρώην πρωθυπουργό γιατί κανείς ποτέ δεν διέταξε διαχειριστικό έλεγχο των πεπραγμένων του κυρίου Λαμπράκη. Μου ομολόγησε την κραιπάλη, αλλ'ότι ουδείς θα αποτολμούσε κάτι τέτοιο. Ο "Αρχηγέτης" εισέπραττε ότι αποφάσιζε χωρίς υποχρέωση απόδοσης λογαριασμού. Λειτουργούσε επίσης, ευρέως, ως "Νονός" στην επικοινωνία του όποιου ιδιώτη με το πολιτικό σύστημα. Οι συνθήκες Φαραωνικές, οι προϋπολογισμοί ιλιγγιώδεις, όλα δυσανάλογα με τις ανάγκες της κοινωνίας.
          Το ζήτημα επομένως δεν αφορά στην αδιαμφισβήτητη ανάγκη της ύπαρξης ενός "Μεγάρου" για την μουσική. Όμως, πού συνέβη στον όλον κόσμο, "από τη Σεούλ έως τη Γλασκώβη και το Καράκας", ένας ιδιώτης -έστω καλός καγαθός- να μεταβάλει την κοινωνία/κράτος σε ευεργέτη του; Να ασκεί αυτός αντί του κράτους τις αρμόζουσες πολιτικές, να στέλνει το λογαριασμό στην κοινωνία, διά του κράτους, και επιπλέον να μένει ανεξέλεγκτος; Διότι σε τελική ανάλυση το σκάνδαλο δεν είναι ο όποιος "Λαμπράκης", που ιδιοποιείται τον σκοπό της πολιτικής, αλλά η εθελοδουλία και η αλλοτρίωση του πολιτικού προσωπικού. Αντί να δημιουργήσει αυτό το όποιο "Μέγαρο" χρειαζόταν η χώρα, σύρθηκε ευτελώς στην αυλή του ιδιώτη, εκχωρώντας του την εν λευκώ αρμοδιότητα στα δημόσια πράγματα.
          Το "Μέγαρο", υπό τον απόλυτο έλεγχο του Συγκροτηματάρχη, επεξέτεινε το αντικείμενό του πέραν της μουσικής, στο πεδίο των επιρροών, λειτουργώντας έκτοτε ως λέσχη ημετέρων, για την προώθηση πολιτικών στόχων, προσωπικών φιλοδοξιών και εξαγοράς συνειδήσεων. Οι κυβερνήσεις διόριζαν και εξακολουθούν να διορίζουν ως μέλη του Συμβουλίου του "Μεγάρου", πρόσωπα "οικεία" στη βούλησή του.
          Το μέγα σκάνδαλο που λέγεται "Μέγαρο" δεν είναι προσωπικό. Ο Λαμπράκης "βρήκε και έπραξε". Το επισημαίνω διότι αναδεικνύει, με παραδειγματικό τρόπο, το βάθος της ελληνικής κακοδαιμονίας, την σήψη της πολιτικής και πνευματικής τάξης, που οδήγησε στην σημερινή εξαθλίωση και ταπείνωση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αντί η πολιτική τάξη να σχεδιάσει πολιτικές πολιτισμού και να τις υλοποιήσει, σύρθηκε, θα έλεγα ακριβέστερα, υποκλίθηκε, παραδομένη άνευ όρων, στην υπερφίαλη και αδηφάγο ματαιοδοξία ενός ιδιώτη.
          Το νέο κεφάλαιο που ανοίγει, με αφορμή τις δανειακές υποχρεώσεις του "Μεγάρου" και ιδίως η λύση που επελέγη, με θεραπαινίδες τις κλαίουσες παρασιτικές αποφύσεις του συστήματος και σύσσωμη την πολιτική τάξη, φανερώνει ότι τίποτε δεν άλλαξε: στόχος να επιφορτισθεί την κραιπαλώδη όσο και ιδιοτελή διαχείριση του "Μεγάρου" η ελληνική κοινωνία, για να συνεχίσουν να το "απολαμβάνουν" οι ίδιοι. Να αναλάβει το κράτος, λένε, τις δανειακές υποχρεώσεις του "Μεγάρου", ως εάν αυτό (το συγκεκριμένο κράτος) δεν είναι πια η άλλη εκδοχή του ελληνικού άγους.
          Η προσέγγιση, επομένως, αυτή, που συνεχίζει να προκαλεί και να "θυμίζει" στο μέσον της κρίσης, δεν είναι απλώς αλαζονική, είναι δεσποτική. Στοιχειοθετεί ένα δεύτερο στάδιο στη σκανδαλώδη διαχείριση του θέματος, που εγγράφεται στη λογική της γενικότερης διοίκησης των δημοσίων πραγμάτων σε αυτή τη χώρα. Κατά τούτο, σημειολογικά ενδιαφέρουσα είναι η προσπάθεια να αποφευχθεί η κάθαρση και να διατηρηθεί ο έλεγχος της διοίκησης του Μεγάρου από τους οσφυοκάμπτες του συστήματος, προκειμένου ανενόχλητοι οι παρακοιμώμενοι συγκατανευσιφάγοι να το λυμαίνονται και να υφαίνουν πολιτικές και φιλοδοξίες, πάνω στο πτώμα της χώρας. Άραγε, τις πταίει που ένα "Μέγαρο" μουσικής έχει μεταβληθεί σε όχημα ιδεολογικής "κατήχησης" και πολιτικής χειραγώγησης, προκαλώντας σε διάρκεια το "δημόσιο" αίσθημα; Με ποιά νομιμοποίηση και ποιό κριτήριο αποφασίζεται ποιός έχει δικαίωμα μουσικού, επιστημονικού, πολιτικού ή άλλου λόγου στο "Μέγαρο" και ποιός όχι; Μήπως οι άνθρωποι του "Μεγάρου" θέλουν να μας πουν ότι διαθέτουν την αυθεντία της μουσικής ή της επιστημονικής γνώσης; Να μετρήσουμε τους αποκλεισμένους της μουσικής, εξ αυτών τους μεγίστους κατά γενική ομολογία, από τα  δρώμενα του "Μεγάρου";  Ή μήπως να αναφερθούμε σε όλους εκείνους που παρήλασαν όλα αυτά τα χρόνια από τις "επάλξεις" του "Μεγάρου", οικειοποιούμενοι τον λόγο της "κοινωνικής επιστήμης" ή, έστω, να αποτιμήσουμε τον κύκλο των "ειδικών" που πρόσφατα προσήλθαν συντεταγμένοι με περιτύλιγμα "γραβάτας", υπό τον "μικρό τον μέγα" αρχανθρωπινό ηγέτη τους, να μας διδάξουν τιποτολογώντας πώς πρέπει να "αποτολμήσουμε" την δημοκρατία! Τόλμημα, που ουδέ καν αποκρύπτουν ότι ορίζει την παλινόρθωση του παλαιού καθεστώτος, δηλαδή τη διατήρησή τους στα πράγματα της χώρας. Το Μέγαρο, ως φαίνεται, έχει επιλεγεί, κατ'αυτάς, για έναν μείζονα ρόλο στο διακύβευμα αυτό, πράγμα που προϋποθέτει την αμνήστευση του παρελθόντος και την εκ νέου μετακύληση του άγους του στην χειμαζόμενη κοινωνία.
          Εντούτοις επανέρχομαι στο κεντρικό ερώτημα για να επαναλάβω ότι το ζήτημα δεν εστιάζεται στην αναγκαιότητα και, κατ'επέκταση, στο κλείσιμο ή μη του "Μεγάρου". Δεν αφορά στην αξιολόγηση των πεπραγμένων του, ακόμη και εάν δεχθούμε ότι είναι θετικά στο πεδίο της μουσικής. Το "Μέγαρο" εγείρει ένα ζήτημα αρχής: Για να συνεχισθεί η λειτουργία του δαπάναις της κοινωνίας πρέπει: (α) να υπάρξει κάθαρση, μια πράξη υψίστου συμβολισμού με περιεχόμενο την νομιμοποίηση, σε ό,τι αφορά στο μέχρι χθες παρελθόν του ώστε να ικανοποιηθεί το δημόσιο αίσθημα. Και (β)  να αποκατασταθεί η τάξη με την αλλαγή του καθεστώτος του. Δεν υπονοώ την "μεθάρμοσιν δεσποτών", με την περιέλευσή του ως λάφυρο στην άμεση ευθύνη των "ιδιοτελών" του κράτους, αλλά να υπαχθεί σε έναν καθόλα αδιάβλητο και αρμόδιο φορέα, έτσι ώστε να εγγυάται επιλογές προσώπων και "πολιτικών", οι οποίες θα συμφωνούν με τον δημόσιο σκοπό του.
(Για το ίδιο αυτό ζήτημα βλέπε σχετικά: http://udemand.wordpress.com/2012/05/03/contogeorgis-diaploki-mme/)




[1] Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στις 23 Μαρτίου 2014

1 σχόλιο:

Aλκων είπε...

To Μέγαρο με τους διορισμένους ιερείς της κομματοκρατίας ειναι ο ναος της Βρωμας.
Ομως κυριε καθηγητά θα μου αρεσε να εχω και μια σειρα από συγκεκριμενα περιστατικα στο εν λογω αρθρο.
Ειστε ιδιαιτερα αβρος μαζι τους.